φερτίκια

φερτίκια
τα расходы по перевозке, транспортные расходы

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "φερτίκια" в других словарях:

  • φερτίκια — τα, Ν τα χρήματα που παίρνει ή πληρώνει κανείς για τη μεταφορά διαφόρων αντικειμένων, κόμιστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φερτός + κατάλ. ίκια (πρβλ. συχαρ ίκια] …   Dictionary of Greek

  • φερτίκια — τα τα έξοδα μεταφοράς από τόπο σε τόπο, τα κομιστικά, τα κόμιστρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»